προφανείς

προφανείς
προφαίνω
bring to light
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προφανεῖς — προφαίνω bring to light aor subj pass 2nd sg (epic) προφαίνω bring to light fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) προφανής foreseen masc/fem acc pl προφανής foreseen masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… …   Dictionary of Greek

  • προφανής — ές, ΝΜΑ [προφαίνω] καταφανής, ολοφάνερος (α. «οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι προφανείς» β. «ήμῑν προφανή», Πλάτ. γ. «ἐκ τοῡ προφανέστατου», πάπ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φανεί τί είναι εκ τών προτέρων,… …   Dictionary of Greek

  • αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”